γούνασιν

γούνασιν
γόνυ
knee
neut dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφίζω — ἐφίζω και δωρ. τ. ἐφίσδω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθίσει («γούνασιν οἶσιν ἐφεσσάμενος» αφού μέ κάθισε στα γόνατα, Ομ. Οδ.) 2. αποκαθιστώ, επανατάσσω εξάρθρωση 3. (αμτβ.) κάθομαι 4. κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵζω «καθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”